- γκελεμπία
- η(λ. αραβ.), βλ. κελεμπία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κελεμπία — και γκελεμπία, η μακρύ βαμβακερό ή μάλλινο ένδυμα τών Αράβων σαν φαρδύς χιτώνας που φθάνει ώς τα πόδια, χρώματος συνήθως λευκού ή γαλάζιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. kelebia] … Dictionary of Greek